-
1 καθηγεομαι
ион. κατηγέομαι1) идти впереди, быть проводником, указывать дорогу, вести (за собой)(σὺ καθηγοῦ, ἕφομαι δ΄ ἐγώ Plat.)
τὸν αὐτὸν κόσμον κ. Her. — вести войско в том же порядке;οἱ κατηγεόμενοι Her. — проводники;ἐς τέν σφετέρην (sc. χώραν) κ. Her. — (по)вести в свою страну;ἄλλας ὁδοὺς κ. τινι Her. — повести кого-л. другими дорогами;κ. τὸν ποταμόν Plat. — переправлять через реку2) руководить, показывать, указывать(τοῦ πολιτεύματος Plut.)
Ὕβλωνος καθηγησαμένου Thuc. — под руководством Гиблона;ὅ καθηγησάμενος Plut. — руководитель, учитель3) показывать пример; класть началоκαλῶς κ. τοῦ λόγου Plat. — прекрасно начать свою речь
4) (впервые) вводить, учреждать(νόμον τόνδε ἐν ὑμῖν Her.)
κ. χρηστήριον Her. — основывать прорицалище
См. также в других словарях:
καθηγούμαι — (AM καθηγοῡμαι, έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῡμαι) νεοελλ. (μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο καθηγούμενος, η καθηγουμένη ηγούμενος, ηγουμένη μοναστηριού αρχ. 1. είμαι οδηγός, πηγαίνω μπροστά (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», Ηρόδ. β.… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek